- θωρηκτῇσιν
- θωρηκτήςarmed withmasc dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θωρηκτής — θωρηκτής, ὁ (Α) [θεωρήσσω] οπλισμένος με θώρακα («ὅτ Ἀργείοισι μαχοίατο θωρηκτῇσιν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek